Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

πρὸς ἑσπέραν

См. также в других словарях:

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μονόπωλος — μονόπωλος, ον (Α) αυτός που έχει έναν μόνο πώλο*, που οδηγείται ή σύρεται από ένα μόνο άλογο («τὰν πρὸς ἑσπέραν κέλευθον οὐρανοῡ προσαρμόσασα μονόπωλον ἐς Ἀῶ», Ευ p.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πῶλος «νεαρό άλογο»] …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԵԿ — (զերեկ, ցերեկ, ընդ երեկս, առ երեկս, ցերեկս, յերեկս.) NBH 1 0674 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c գ. ԵՐԵԿ որ եւ ԵՐԵԱԿ. այսինքն Երեկոյ. ἐσπέρα vespera, hora vespertina իրիկուն .... Իբրեւ անուն. գ. *Ե՞րբ իցէ տիւ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • εσπέρα — η (AM ἑσπέρα, Α ιων. τ. ἑσπέρη) 1. (ενν. ώρα) το τέλος τής ημέρας, το χρονικό διάστημα από τη δύση τού ηλίου μέχρι να επικρατήσει το νυχτερινό σκοτάδι (ή και ακόμη περισσότερο) 2. (ενν. χώρα) το δυτικό μέρος τού ορίζοντα, η δύση μσν. νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • λοξώνω — (AM λοξῶ, όω, Μ και λοξώνω) [λοξός] κάνω κάτι λοξό, λοξεύω («ἱκανῶς ἂν καὐτὴ λοξοῑτο ἀπὸ τοῡ μεσημβρινοῡ σημείου πρὸς τὴν ἑσπέραν», Στράβ.) αρχ. ρίχνω κάτι πλάγια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»